- δορυπαγής
- δορυ-πᾰγής [ῠ], ές,A compact of beams,
νῆας A.Supp.743
(lyr.):—[dialect] Ion. [pref] δουροπ- Opp.H.1.358.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νῆας A.Supp.743
(lyr.):—[dialect] Ion. [pref] δουροπ- Opp.H.1.358.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δορυπαγής — και δουροπαγής, ές (Α) (για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα … Dictionary of Greek
δουροπαγής — βλ. δορυπαγής … Dictionary of Greek